πανακηδής

πανακηδής
πᾰν-ᾰκηδής, ές,
A free from all care, σαύρη, of the salamander, prob. in Nic.Al. 538.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανακηδής — πανακηδής, ές (Α) αυτός που δεν έχει καμιά φροντίδα, τελείως αμέριμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀκηδής] …   Dictionary of Greek

  • πανακηδέος — πανακηδής free from all care masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”